- βολτόμετρο
- βολτόμετρο, το και βολτάμετρο, τοόργανο με το οποίο μετρούμε την τάση του ηλεκτρικού ρεύματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βολτόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο σημείων ενός αγωγού. Τα όργανα για την ηλεκτροστατική μέτρηση της διαφοράς δυναμικού (ηλεκτροστατικές δυνάμεις) βασίζονται στο φαινόμενο της ηλεκτροστατικής επαγωγής. Ονομάζονται και… … Dictionary of Greek
ηλεκτροδυναμόμετρο — Όργανο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί –ανάλογα με τον τρόπο που θα το συνδέσουμε στο κύκλωμα– για τη μέτρηση εντάσεων, τάσεων ή ισχύων, τόσο των συνεχών όσο και των εναλλασσομένων ρευμάτων. Το η. αποτελείται από δύο πηνία, από τα οποία το ένα… … Dictionary of Greek
θερμιδομετρία — Η μέτρηση των ποσοτήτων θερμότητας που εκλύεται ή απορροφάται κατά τη διάρκεια διαφόρων φυσικοχημικών φαινομένων. Με τις μεθόδους της θ. καθορίζονται οι θερμοχωρητικότητες των υλικών, οι λανθάνουσες θερμότητες υλικών στις διάφορες αλλαγές φάσης… … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
μιλιβολτόμετρο — το φυσ. βολτόμετρο μεγάλης ευαισθησίας, βαθμονομημένο σε μονάδες μιλιβόλτ, το οποίο επιτρέπει τη μέτρηση πολύ μικρών τιμών διαφοράς δυναμικού … Dictionary of Greek
ντεσιμπελόμετρο — το βολτόμετρο εναλλασσόμενου ρεύματος βαθμονομημένο σε ντεσιμπέλ που χρησιμοποιείται στις τηλεπικοινωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ντεσιμπέλ «μονάδα μέτρησης τής έντασης τού ήχου» + συνδετικό φωνήεν ο + μέτρο] … Dictionary of Greek
πολύμετρο — το, Ν (ηλεκτρ.) όργανο για τις ηλεκτρικές μετρήσεις τών ασθενών και μέτριων ρευμάτων, χρησιμοποιούμενο κυρίως στη ραδιοηλεκτρολογία, που συνδυάζει τρία τουλάχιστον όργανα: αμπερόμετρο, βολτόμετρο και ωμόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
βολόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ακτινοβολούμενης ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας. Η αρχή στην οποία βασίζεται το β. είναι απλή: η ακτινοβολούμενη ενέργεια, καθώς απορροφάται τελείως από ένα λεπτότατο έλασμα (πλατίνη ή μαγκανίνη) καλυμμένο από αιθάλη,… … Dictionary of Greek
ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… … Dictionary of Greek